- γλαυκηπόρος
- γλαυκηπόρος, ον,A blue-rolling, κλύδων [Emp.] Sphaer.143.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
γλαυκηπόρωι — γλαυκηπόρῳ , γλαυκηπόρος blue rolling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)